- ἀσταθές
- ἀσταθήςunsteadymasc/fem voc sgἀσταθήςunsteadyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαζωοξικό οξύ — Ασταθές οργανικό οξύ, του τύπου N2CH–COOH. Οι εστέρες του είναι πάρα πολύ δραστικά σώματα και σχηματίζονται με την επίδραση νιτρώδους οξέος σε αμινοξικό αιθυλεστέρα. Οι εστέρες αυτοί διασπώνται από σώματα που περιέχουν στο μόριό τους ένα ευκίνητο … Dictionary of Greek
εξωτικό άτομο — Ασταθές άτομο, στο οποίο ένα ηλεκτρόνιο έχει αντικατασταθεί τεχνητά από ένα άλλο, αρνητικά φορτισμένο σωμάτιο, όπως το μιόνιο, το πιόνιο ή το καόνιο. Το σωμάτιο, ύστερα από τη σύλληψή του, μεταπίπτει από τη μία κβαντισμένη τροχιά σε άλλη, πιο… … Dictionary of Greek
θειοθειικό οξύ — Ασταθές διβασικό οξύ, με τύπο H2S2O3. Είναι παράγωγο του θειικού οξέος, στο οποίο ένα άτομο οξυγόνου έχει αντικατασταθεί από ένα άτομο θείου. Το θ.ο. δεν έχει απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση και μπορεί να βρεθεί μόνο σε πολύ αραιό διάλυμα, όπου… … Dictionary of Greek
κυανοξικό οξύ — Ασταθές οξύ, με χημικό τύπο NC CH2COOH, το οποίο αποτελεί το μονονιτρίλιο του μαλονικού οξέος. Πρόκειται για λευκό στερεό σώμα, με σημείο τήξης τους 70°C· είναι ευδιάλυτο στο νερό και διασπάται κατά τη θέρμανσή του σε ακετονιτρίλιο και διοξείδιο… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… … Dictionary of Greek
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
καραβοτσακίζομαι — 1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο») 2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, η, ο (κυριολ. και μτφ.)… … Dictionary of Greek
παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… … Dictionary of Greek